- τοπομαχώ
- (ε) αμετ. воен, вести позиционную войну
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπομαχώ — τοπομαχῶ, έω, ΝΜΑ διεξάγω μάχη από οχυρή και απρόσβλητη θέση αρχ. μάχομαι για να καταλάβω οχυρή θέση («τοπομαχεῑν περὶ τῆς στάσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
τοπομαχώ — τοπομάχησα, κάνω τοπομαχία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπομαχία — ή, Ν [τοπομαχώ] μάχη από φρούριο ή από οχυρή θέση … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek